ψαχνό, το, ουσ. [<μσν.  ψαχνόν <μτγν. επίθ. ψαχνός], το ψαχνό. 1. το βασικότερο, το σημαντικότερο, το ουσιαστικότερο, το επίμαχο σημείο μιας υπόθεσης: «μας είπε μέχρι τώρα χίλια δυο, αλλά για το ψαχνό κουβέντα». Συνών. ψητό. 2. στον πλ. τα ψαχνά, το τμήμα της κοιλιάς κάτω από τον αφαλό, το υπογάστριο ή τα πισινά, ο κώλος: «έφαγε μια κλοτσιά στα ψαχνά». Συνών. τα μαλακά (2). 3. χαρακτηρίζει κείμενο που δεν περιέχει μαθηματικούς τύπους ή διάφορες υποσημειώσεις: «πόσο θα μου στοιχίσει αν σου δώσω να μου γράψεις εκατό σελίδες ψαχνό κείμενο;»·
- βαράω στο ψαχνό, βλ. φρ. ρίχνω στο ψαχνό·
- βουρ στο ψαχνό! βλ. λ.βουρ(!)·
- δε βάζει ψαχνό απάνω του, βλ. συνηθέστ. δε βάζει κρέας απάνω του, λ. κρέας·
- έλα στο ψαχνό, βλ. συνηθέστ. έλα στο ψητό, λ. ψητό·
- έχει το μυαλό του όλο (συνέχεια) στο ψαχνό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το νου του όλο (συνέχεια) στο ψαχνό, βλ. λ. νους·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πυροβολώ στο ψαχνό, βλ. φρ. ρίχνω στο ψαχνό·
- ρίχνω στο ψαχνό, πυροβολώ, ιδίως εναντίον πολλών ανθρώπων, με την πρόθεση να σκοτώσω: «όταν οι αστυνομικοί άρχισαν να ρίχνουν στο ψαχνό, οι διαδηλωτές σκορπίστηκαν στους γύρω δρόμους»·
- χτυπώ στο ψαχνό, βλ. φρ. ρίχνω στο ψαχνό.